- ἀναγράφεται
- ἀναγράφωengrave and set up publiclypres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ονομαστικός — ή, ό (ΑΜ ὀνομαστικός, ή, όν) [ονομαστός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όνομα («ονομαστική εορτή») 2. το θηλ. ως ουσ. η ονομαστική γραμμ. η πρώτη και βασική πτώση τών κλιτών μερών τού λόγου η οποία λέγεται έτσι επειδή από αυτήν ονομάζονται… … Dictionary of Greek
εισιτήριος — ο (AM εἰσιτήριος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο, με τον οποίο παραχωρείται ή καθιερώνεται το δικαίωμα εισόδου (α. «εισιτήριοι εξετάσεις» εισαγωγικές εξετάσεις β. «εισιτήριος λόγος» εναρκτήριος λόγος γ. «εἰσιτήριοι θυσίαι»… … Dictionary of Greek
προμετωπίδα — Βιβλιογραφικός όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την πρώτη τυπωμένη σελίδα ενός βιβλίου, η οποία περιέχει το όνομα του συγγραφέα, τον τίτλο και συνήθως και τον εκδότη. Τα πρώτα έντυπα βιβλία δεν είχαν π. με τη σύγχρονη σημασία της λέξης· … Dictionary of Greek
OLYMPIONICAE — qui ludis Olympicis victoriam retulêre, cum Patriae suae ingens hôc pactô decus conciliarent, tantô olim honore habiti sunt, apud Athenienses inprimis vel magnô Reip. suae impendiô ac sumptu, ut lege eum coercendum censuerit Solon, teste Diogene… … Hofmann J. Lexicon universale
αποφοιτήριο — το πιστοποιητικό στο οποίο αναγράφεται η χρονική διάρκεια της φοίτησης σπουδαστή, η επίδοση του και ο χρόνος αποφοίτησης … Dictionary of Greek
ασπιδίσκη — η (Α ἀσπιδίσκη) [ασπίς] νεοελλ. τμήμα του άβακα της πρύμνης όπου αναγράφεται η ονομασία του πλοίου και κάτω από αυτήν τα στοιχεία της νηολόγησης του. Στη γλώσσα των ναυτικών λέγεται και καθρέφτης ή αινάς αρχ. 1. μικρή ασπίδα 2. δίσκος 3. όνομα… … Dictionary of Greek
αυτοδιοίκηση — Με τον όρο αυτό εννοείται η αυτονομία των τοπικών οργανισμών, οι οποίοι παράλληλα ή σε συνεργασία με τις κρατικές αρχές ασχολούνται με τις τοπικές υποθέσεις και ανήκουν, σύμφωνα με τον νόμο, σε ειδική κατηγορία νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.… … Dictionary of Greek
γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… … Dictionary of Greek
δέλτα — Συσσώρευση υλών που μεταφέρει ένας ποταμός και αποθέτει στις εκβολές του στη θάλασσα ή σε λίμνη· με τον ίδιο όρο χαρακτηρίζεται ένας ιδιαίτερος τύπος στομίου ποταμού, στο οποίο η δράση των αλουβιακών αποθέσεων είναι μεγαλύτερη από τη διαβρωτική… … Dictionary of Greek
δηλωτικός — ή, ό (AM δηλωτικός, ή, όν) [δηλώ] Ι. 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται σε δήλωση, όποιος χρησιμεύει για δήλωση 2. αυτός που γνωστοποιεί, ο ενδεικτικός, ο προειδοποιητικός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. δηλωτικό (ενν. έγγραφο) το έγγραφο στο οποίο… … Dictionary of Greek